- ὀρφναίας
- ὀρφναί̱ᾱς , ὀρφναῖοςdarkfem acc plὀρφναί̱ᾱς , ὀρφναῖοςdarkfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορφναίος — ὀρφναῑος, αία, ον, θηλ. και αίη (Α) [όρφνη] 1. σκοτεινός, ζοφερός («ὦ δῶμα ναίων νυκτὸς ὀρφναίας», Ευρ.) 2. νυχτερινός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀρφναίη η νύχτα … Dictionary of Greek